- ηδονοβλεψίας
- cinsel dürtüyle gözetleyen
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ηδονοβλεψίας — ο (ψυχιατρ.) παθολογικό άτομο που ικανοποιείται σεξουαλικά κοιτάζοντας γυμνό σώμα ή παρακολουθώντας ερωτικές εκδηλώσεις ή τη γενετήσια πράξη απαρατήρητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + βλεψίας < θ. βλεψ (βλέπω) + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ … Dictionary of Greek
ενιλλώπτω — ἐνιλλώπτω και ἐνιλλωπῶ, έω (Α) [ιλλώπτω, ιλλωπώ] 1. βλέπω κάποιον περιπαικτικά με μισόκλειστα μάτια 2. μυκτηρίζω, περιπαίζω, εμπαίζω 3. οφθαλμοπορνώ σαν ηδονοβλεψίας, μπανίζω … Dictionary of Greek
ματάκιας — ο ο ηδονοβλεψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + κατάλ. άκιας (πρβλ. γυαλ άκιας, τυχερ άκιας)] … Dictionary of Greek
μπανιστιρτζής — και μπανιστής, ο, θηλ. μπανίστρια [μπανίζω] αυτός που τού αρέσει το μπάνισμα, αυτός που παρατηρεί κρυφά και με πόθο κάποιον για να διεγερθεί σεξουαλικά, ο ηδονοβλεψίας … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek